Γράφει η Εύα Μαργαρίτη.
Στον 3ο όροφο
Βράδυ Σαββάτου στον 3ο όροφο του Αττικού Νοσοκομείου. Κάνει ψύχρα, αλλά τα παράθυρα στο θάλαμο μένουν μισάνοιχτα για να ανανεώνεται ο αέρας. Στο κρεβάτι 3 κοιμάται ο πατέρας μου. Δεύτερη νοσηλεία από τον Ιούνιο που έκανε το μπαϊ - πας, πέμπτο κατά σειρά νοσοκομείο που "επισκέπτεται" φέτος. Δεν βλέπει καλά, στην πραγματικότητα βλέπει διπλά τα είδωλα και νιώθει τρομερή αστάθεια. Μέσα σε μια στιγμή, βγαίνοντας από το ασανσέρ το μεσημέρι, ένα ξαφνικό τσακ κι έπαθε ό,τι έπαθε. Κι ακόμη δεν ξέρουμε τι είναι.
Κάθομαι σε μια καρέκλα δίπλα του και τον κοιτάζω κοιμισμένο. Κάτω από τη νοσοκομειακή κουβέρτα βρίσκεται ο μοναδικός άντρας στη ζωή μου που αγαπώ και με αγαπά με τόση δύναμη και αγνότητα. Και είναι πάλι τρωτός. Πάλι ευάλωτος. Φοβισμένος, πάω στοίχημα, εκνευρισμένος, αλλά ως συνήθως, είναι καπετάνιος κι ο καπετάνιος εγκαταλείπει τελευταίος το πλοίο και δεν χάνει το θάρρος του. Ρίχνω μια ματιά έξω από το παράθυρο. Έχει θέα πολύ όμορφη, πανοραμική και βλέπω τα χιλιάδες φωτάκια που δηλώνουν την παρουσία ανθρώπων από απέναντι. Δέντρα, συνέχεια δέντρα και απόλυτη ησυχία μέσα κι έξω. Η φύση τουλάχιστον στο Αττικό ησυχάζει. Ενστικτωδώς απλώνω το αριστερό μου χέρι στην παλάμη του που είναι ακουμπισμένη στο σεντόνι. Πιάνει τα δάχτυλά μου και τα σφίγγει δυνατά και δεν ξέρω να σας πω αν είμαι εγώ που δίνω κουράγιο σε εκείνον ή το αντίθετο. Τα μάτια του ακόμη κλειστά, με ρωτάει "Δεν έφυγες ακόμα; Πήγαινε να ξεκουραστείς. Συγνώμη που σας ταλαιπωρώ κι εσάς". Κι εγώ του απαντάω "Δεν έχω πουθενά καλύτερα να πάω. Κοιμήσου εσύ". Χαμογελάει, μάτια κλειστά, κι αποκοιμιέται πάλι. Γλιστράω σαν τον κλέφτη στον διάδρομο και φεύγω. Δάκρυα ατελείωτα τρέχουν κι εύχομαι μέσα μου συνέχεια και συνέχεια "Μη μου ξαναδώσεις ποτέ τίποτα άλλο, μη μου φέρεις τίποτα καλό, ό,τι κι αν σου ζητήσω, μόνο κάντον καλά¨".
Έξω σκοτάδι βαθύ. Με χτυπάει ο αέρας στο πρόσωπο και συνέρχομαι κάπως, έτσι δεν γίνομαι ρεζίλι στο φρουρό στην πύλη.
Στον 3ο όροφο
Βράδυ Σαββάτου στον 3ο όροφο του Αττικού Νοσοκομείου. Κάνει ψύχρα, αλλά τα παράθυρα στο θάλαμο μένουν μισάνοιχτα για να ανανεώνεται ο αέρας. Στο κρεβάτι 3 κοιμάται ο πατέρας μου. Δεύτερη νοσηλεία από τον Ιούνιο που έκανε το μπαϊ - πας, πέμπτο κατά σειρά νοσοκομείο που "επισκέπτεται" φέτος. Δεν βλέπει καλά, στην πραγματικότητα βλέπει διπλά τα είδωλα και νιώθει τρομερή αστάθεια. Μέσα σε μια στιγμή, βγαίνοντας από το ασανσέρ το μεσημέρι, ένα ξαφνικό τσακ κι έπαθε ό,τι έπαθε. Κι ακόμη δεν ξέρουμε τι είναι.
Κάθομαι σε μια καρέκλα δίπλα του και τον κοιτάζω κοιμισμένο. Κάτω από τη νοσοκομειακή κουβέρτα βρίσκεται ο μοναδικός άντρας στη ζωή μου που αγαπώ και με αγαπά με τόση δύναμη και αγνότητα. Και είναι πάλι τρωτός. Πάλι ευάλωτος. Φοβισμένος, πάω στοίχημα, εκνευρισμένος, αλλά ως συνήθως, είναι καπετάνιος κι ο καπετάνιος εγκαταλείπει τελευταίος το πλοίο και δεν χάνει το θάρρος του. Ρίχνω μια ματιά έξω από το παράθυρο. Έχει θέα πολύ όμορφη, πανοραμική και βλέπω τα χιλιάδες φωτάκια που δηλώνουν την παρουσία ανθρώπων από απέναντι. Δέντρα, συνέχεια δέντρα και απόλυτη ησυχία μέσα κι έξω. Η φύση τουλάχιστον στο Αττικό ησυχάζει. Ενστικτωδώς απλώνω το αριστερό μου χέρι στην παλάμη του που είναι ακουμπισμένη στο σεντόνι. Πιάνει τα δάχτυλά μου και τα σφίγγει δυνατά και δεν ξέρω να σας πω αν είμαι εγώ που δίνω κουράγιο σε εκείνον ή το αντίθετο. Τα μάτια του ακόμη κλειστά, με ρωτάει "Δεν έφυγες ακόμα; Πήγαινε να ξεκουραστείς. Συγνώμη που σας ταλαιπωρώ κι εσάς". Κι εγώ του απαντάω "Δεν έχω πουθενά καλύτερα να πάω. Κοιμήσου εσύ". Χαμογελάει, μάτια κλειστά, κι αποκοιμιέται πάλι. Γλιστράω σαν τον κλέφτη στον διάδρομο και φεύγω. Δάκρυα ατελείωτα τρέχουν κι εύχομαι μέσα μου συνέχεια και συνέχεια "Μη μου ξαναδώσεις ποτέ τίποτα άλλο, μη μου φέρεις τίποτα καλό, ό,τι κι αν σου ζητήσω, μόνο κάντον καλά¨".
Έξω σκοτάδι βαθύ. Με χτυπάει ο αέρας στο πρόσωπο και συνέρχομαι κάπως, έτσι δεν γίνομαι ρεζίλι στο φρουρό στην πύλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου