Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Για σένα!!!


Για σένα που όχι απλά με κοίταξες αλλά με Είδες. Που δε στάθηκες στην εμφάνιση και στην επιφάνεια αλλά αναζήτησες το Βάθος και την Ουσία.
Για σένα που εκτίμησες αυτό ακριβώς που είμαι χωρίς να θες να με αλλάξεις ούτε στο ελάχιστο. Που με διαβεβαίωσες ότι το ωραιότερο καλλυντικό πάνω μου είναι το χαμόγελό μου και που με εγκαρδιότητα φρόντισες να μου το εξασφαλίσεις.
Για σένα που μoυ έδωσες να εισπνεύσω άπειρο Οξυγόνο τη στιγμή που πνιγόμουν και είχα ανάγκη λίγες μόνο ανάσες.
Για σένα που θέλησες να πετάξεις μαζί μου. Όχι μπροστά μου, ούτε πίσω μου. Δίπλα, κρατώντας μου το χέρι…
Για σένα που ξεδίπλωσες το ψυχικό σου Μεγαλείο και σα μάγος μού πρoσέφερες ανιδιοτελώς τα ακριβότερα δώρα: Τρυφερότητα και Δοσιμο..
Για σένα που με βλέπεις σαν Άγγελο και που υποσχέθηκες να φτιάξεις τον προσωπικό μου Παράδεισο. Για σένα που με δέχτηκες μ’ όλο το φως και το σκοτάδι μου. Που είχες το θάρρος ν’αναμετρηθείς με το δεύτερο και να γίνεις ο Ήλιος που τόσο είχα ανάγκη.
Για σένα που με ανέβασες σ’ένα θρόνο και με λάτρεψες ως βασίλισσα χωρίς ο ίδιος να νοιαστείς καθόλου για τον τίτλο του βασιλιά. Που θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που με γνώρισε. Που φοβάσαι μην με χάσεις. Που ήρθες από το πουθενά, τόσο αναπάντεχα στη ζωή μου και έγινες η αμετακίνητη Σταθερή μου...
Για σένα που όπως λες σε μαγεύουν και σε διεγείρουν το μυαλό και η ψυχή μου..
Για σένα που αν και με ξέρεις λίγο, με γνωρίζεις ήδη πάρα πολύ καλά...
Για σένα λοιπόν.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Το τρανζιστοράκι και το τσιγκελάκι.

Γραφει η Κελλυ Σουμπεκη.
Ο παππούς μου ο Θοδωρής ήταν ψαράς σ ’ένα προσφυγικό χωριό 26 χλμ. έξω από τη Θεσσαλονίκη, την Αγία Τριάδα ή πιο συγκεκριμένα την Αγιατριάδα (μια λέξη). Η γιαγιά μου η Καλλιόπη δεν δούλευε, ήταν τόσο ασθενική φύση που οριακά επιβίωσε. Κάθε της ανάσα ήταν και ένας πόνος στο στήθος. Η γιαγιά μου βέβαια ήταν η καλύτερη υφάντρα που πέρασε ποτέ από την Γη. Ήταν η ράφτρα στην οποία υποκλίνονταν όλες οι άλλες ράφτρες. Όλη της την αρρώστια και τα προβλήματα θαρρείς και τα ξόρκιζε με το τσιγκελάκι της.
 Εγώ προσωπικά ποτέ μου δεν θεώρησα την φτώχεια παράσημο, αλλά δεν θα ντραπώ και για αυτήν. Τον φτωχό τον άνθρωπο τον καταλαβαίνεις πάντα από τις μικρές του κινήσεις. Είναι ο τρόπος που σβήνει με την τελευταία μπουκιά του ψωμιού τα ίχνη του από το πιάτο. Είναι ο τρόπος που ανοίγει το πορτοφόλι του όταν θέλει να πληρώσει κάτι. Είναι η αξιοπρέπεια.
 Ένα απαραίτητο αξεσουάρ του φτωχού ανθρώπου είναι το τρανζίστορ ή αλλιώς τρανζίστουρι. Ο παππούς μου κάθε βράδυ που ξέμπλεκε τα δίχτυα, έτρωγε ντομάτα, τυρί και καρπούζι και άκουγε ρεμπέτικα στο τρανζίστορ. Το ίδιο και όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι και η γιαγιά μου τον σιδέρωνε. Να εξηγήσω εδώ ότι ο παππούς μου επειδή ψάρευε είχε αποκτήσει ρευματικά. Η γιαγιά μου για να τον ανακουφίσει τον έβαζε να ξαπλώσει μπρούμητα, του άπλωνε μια πετσέτα και του σιδέρωνε την «ουρίτσα». Εμένα αυτό μου φαινόταν τελείως φυσιολογικό, αλλά και να μην ήταν εγώ ήθελα να τονίσω ότι άκουγε ρεμπέτικα όλη μέρα.
 Δεν ξέρω ποιος σταθμός ήταν αυτός που έπαιζε ασταμάτητα από το πρωί ως τα βράδυ ρεμπέτικα, αλλά ξέρω στα σίγουρα ότι υπήρχε. Ρεμπέτικα αλλά και Καζαντζίδη, για τον  οποίο Καζαντζίδη μόνο  να πω -τιμής ένεκεν- ότι αν γινόταν διαγωνισμός Καζαντζιδικής ανθολογίας, το χωριό μου σίγουρα θα έπαιρνε υποτροφία.
Ο Παππούς μου φυσικά είχε ξεχωρίσει και δυο τραγούδια που θεωρούσε κατάλληλα για να τα διδάξει σε ένα νήπιο. Το πρώτο ήταν το «ένα πιτσιρίκι είναι ξαπλωμένο μες στα χορταράκια παραπονεμένο» και το δεύτερο ήταν η Μαριορίτσα «Την Δευτέρα βάζει πλύση, και την Τρίτη τα στραγγίζει». Ουσιαστικά ο παππούς μου μου μάθαινε για ένα ανήλικο που κάπνιζε και έκανε τράκα «τσι πολιτσμάνοι» και ένα κοριτσάκι που ήταν παραδουλεύτρα. Τους λάτρεψα και τους δυο. Η πιο αγαπημένη μου όμως ώρα ήταν όταν καθόμασταν οι δυο μας και ακούγαμε από το τρανζιστοράκι παρέα:
« Μου ‘φαγες όλα τα δαχτυλίδια και κοιμάμαι τώρα, τώρα στα σανίδια»
-  Παππού γιατί κοιμάται στα σανίδια δεν έχουν έπιπλα;
- Τον έφαγε τσι παράδες η μπαμπέσα γιαβρί μου και τον απαράτησε!
«Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα»
- Τι είναι η παξιμαδοκλέφτρα παππού;
- Μια που δεν είχε να φάει και μετά την αγάπησε ο πλούσιος και τώρα θέλει βόλτες με την κούρσα γιαβρί μου!
«Γυφτοπούλα στο χαμάμ και γώ πληρώνω μπίρ ταμάμ»
- Τι είπε ότι πληρώνει παππού;
- Μπιρ ταμάμ γιαβρί μου!
- …
Ξέρω ότι κανένας παιδικός σταθμός με νόμιμη άδεια λειτουργίας δεν θα έβαζε μικρά παιδιά να ακούνε ρεμπέτικα, αλλά εμένα στην παιδική μου ψυχή δημιουργήθηκαν κόσμοι φανταστικοί και υπέροχοι. Φανταζόμουν την μπαμπέσα με τα δαχτυλίδια να κάνει παρέα με την παξιμαδοκλέφτρα με τα σκουλαρίκια και την γυφτοπούλα με την χρυσή ποδιά. Ήρωες που τους άρεσε να καπνίζουν, να πίνουν και να καταστρέφονται από αγάπη.
Λάτρεψα το ρεμπέτικο τραγούδι. Δεν το έχω μελετήσει, αλλά το έχει σπουδάσει η καρδιά μου. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να ξεχνά την καταγωγή του. Όχι τον τόπο καταγωγής του, αλλά τους ανθρώπους του, τα βιώματα του. Οι παππούδες μας έζησαν την προσφυγιά, την πείνα, την κατοχή και τον πόλεμο. Δύσκολες καταστάσεις, σκληρή ζωή. Κάθε φορά που ακούω ένα ρεμπέτικο τραγούδι θυμάμαι, θυμάμαι ποια είμαι. Αναρωτιέμαι καμιά φορά ποιο τραγούδι θα μου αφιέρωνε ο παππούς μου από την άλλη ζωή.
- Ε ψιτ Καλλιοπάκι « Και όσοι με πίκραναν πολύ τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλους τους συγχωράω»
Γειά σου ρε Παππού με το τρανζιστοράκι σου!

Κάτι τόσο διαφορετικό και τόσο ίδιο...

Έχει κάτι, μη με ρωτήσεις τί...
Κάτι διαφορετικό ....και τόσο ίδιο... 
Λες να είναι που μοιάζουμε τόσο και με καταλαβαίνει, χωρίς ούτε καν να χρειάζεται να εξηγώ;
Ή μήπως που βρέθηκε μπροστά μου τη στιγμή που το είχα περισσότερο ανάγκη;;;
Έχει κάτι πάντως το εννοώ... κάτι διαφορετικό ...και τόσο ίδιο...
Κάτι που θέλεις απ τη μία να το πλησιάσεις κι απ την άλλη φοβάσαι μην σου κάνει κακό κι αυτό, όπως όλα τα άλλα...
Κάποιος, κάποια στιγμή μου είπε ότι πρέπει να πάψω να ψάχνω ανθρώπους, τόσο διαφορετικούς από μένα, επειδή έχω την πεποίθηση ότι έτσι θα καλυψω τα κενά μου...
Χθες βράδυ κάποιος μου είπε να ψάχνω ομοιους μου, για να μπορώ να κουμπωσω απόλυτα μαζί τους...
Κι απόψε το βράδυ μαζί σου αναρωτήθηκα, αν θα την παλεψω τέτοια ομοιότητα..... 

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Παγωμένη ψυχή!

Γραφει η Έλλη Παπανδρέου .
"Σ'αγαπάω" του φωναξε καθως αυτος γυρισε την πλατη. "Φοβαμαι χωρις εσενα". Αυτος την κοιταξε. Βαθυα μεσα του ηξερε. Ηξερε οτι εκεινη δεν ηθελε να το κανει αυτο που εκανε. Δεν ηθελε να πει αυτο που ειπε. Ηξερε οτι τον λατρευει. Και αυτος την λατρευει άλλωστε. Αλλα ποναει. Την ειδε που ετρεμε. Ετρεμαν τα ποδια της απο φοβο. Ετρεμαν τα χειλη της και απο τα ματια της ετρεχαν ποταμι τα δακρυα. Την ειδε που πονουσε. Αλλα... Αυτο το αλλα... Εκεινη γονατισε μπροστα του. "Το ξερεις" του λεει " πως δεν γονατιζω ποτε για κανεναν. Σου εξηγησα. Σου ζητησα συγνωμη. Η καρδια μου κοντευει να σπασει. Το μυαλο μου κοντευει να τρελαθει. Η ψυχη μου φευγει, το νιωθω. Γιατι εσυ εισαι η ψυχη μου. Τα ματια μου. Το φως μου. Το χαμογελο μου. Για σενα εκανα πραγματα που ποτε δεν θα εκανα για κανεναν. Γκρεμισα τοιχη που χρονια εχτιζα. Εσπασα τα ορια μου. Σε ερωτευτηκα οπως δεν ειχα ερωτευτει ποτε κανεναν αλλο. Μιλα μου. Πες κατι. Οτιδηποτε. Ποναω το καταλαβαινεις; Υποφερω. Σε ικετευω... Κοιτα με πως ειμαι. ΚΟΙΤΑ ΜΕ.." Και αυτος εσκυψε το κεφαλι και χαθηκε στο σκοταδι. Οσο για εκεινη, την βρηκε το πρωι παγωμενη. Δεν ηταν χειμωνας, οχι. Αλλα η καρδια της παγωσε. Και εδωσε μια υποσχεση στον εαυτό της: πως θα μαζεψει τα κομματια της καρδιας της, θα τα κλειδωσει σε ενα συρταρι και θα πεταξει το κλειδι οσο πιο βαθυα μπορει μεσα στην θαλασσα.

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Αν μπορείς άλλαξε χρώμα!!!

Αν θα μπορούσα τον κόσμο να άλλαζα, θα ξαναεβαφα γαλάζια τη θάλασσα...
Λέει ο στίχος του τραγουδιού...
Μα η θάλασσα είναι γαλάζια έτσι κι αλλιώς... τί λέει;;; θα μας τρελάνει;;;
Είναι εκεί που πέφτει και η ατάκα "τί να θέλει άραγε να πει ο ποιητής;;;".....
Δικαίως... αλλά όμως μπες στη λογική του στίχου...σκεψου λίγο παραπέρα...
Βλέπουμε μια γαλάζια θάλασσα , επειδή έτσι την  συνηθισαμε.. έτσι την ξέρουμε..
Ακόμα κι αν μαυριζει από την καταιγίδα, ακόμα κι αν βρωμιζει απ τα σκουπίδια και τα άχρηστα, ακόμα κι αν είναι φουρτουνιασμενη, εμείς το ίδιο την έχουμε μπροστά στα μάτια μας...
Γαλάζια... και δεν ασχολούμαστε.. σιγά.... αφού ξέρουμε... γαλάζια είναι.... τί να αλλάξουμε;;; τί να χρωματισουμε;;;;
Αμ δε....... νομίζουμε... έτσι θέλουμε να πιστεύουμε...
Έχει πολλές αποχρώσεις το μπλε.... εχει πολλά χρώματα που κάθε φορά την κάνουν διαφορετική.. αλλιωτικη.. καινούρια...
Μα ποιος θα μπει στον κόπο να την βάψει απ την αρχή;;;; μια χαρά την μάθαμε έτσι... βολικό είναι... κρύβει τα πάντα μέσα της, κάτω απ το φωτεινό γαλάζιο χρώμα της και όταν μόνο ξεσπάσει η μπόρα, βγάζει το αληθινό της πρόσωπο..ε και;;;; θα καταλαγιασει πάλι, θα ξαναγίνει γαλάζια κι ας κρατάει κάπου κρυφά, τη σκοτεινια της....
Κι ύστερα αναρωτιέσαι... πως είναι δυνατόν να είναι έτσι;;; εγώ γαλάζια την θυμόμουν...
Μα άνθρωπε μου... κοιτούσες την επιφάνεια...στα βάθη της γινόταν ο χαμός και συ στον κόσμο σου...
Εχεις όρεξη και τσαγανο να την κάνεις όπως ήταν;;; έχεις διάθεση να γίνει ο γαλανος παράδεισος που κανονικά ήταν;;;;
Σαν τη ζωή και τα δεδομένα της...
Βλέπεις δίπλα σου τον άλλο , κάθε μέρα, το ίδιο μοτίβο... κι εσύ στο ίδιο το δικό σου...
Μία γαλάζια θάλασσα που αλλάζει κι εσύ δεν το παρατηρείς ποτέ.... δεν ασχολείσαι.... δεν σου κάνει εντύπωση, δεν σου ξυπνάει τίποτα το διαφορετικό..
Όλα μπλε....... όλα μονοχρωμα......
Και σιγά μην προσπαθήσεις να τα κάνεις πολύχρωμα..... θελει κόπο..... θελει κότσια.. θέλει φαντασία... και συ δεν την έχεις.. κι αν την έχεις την ξοδεύεις ανούσια..... αφήνεις τον ωκεανό και κοιτάζεις το πέλαγος...
Μωρε...αν θα μπορούσες αυτή την ίδια θάλασσα να άλλαζες ...  τη ζωή σου αυτή την ίδια να την γεμιζες... θα την έκανες ουράνιο τόξο....
Για ποιο γαλάζιο μιλάμε τόση ώρα;;;;; 

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Οι άνθρωποι που κούνησαν το μολύβι :Ο Όμηρος.

Γράφει η Κελλυ Σουμπεκη.

Σε αυτόν τον πλανήτη ανάμεσα στα πλάσματα που δουλεύουν, τρώνε, πίνουν, μεγαλώνουν παιδιά, κοιμούνται, βρίζουν, ερωτεύονται, μισιούνται, δημιουργούν τέχνη , μπαίνουν φυλακή, κάνουν αγαθοεργίες αλλά και τόσα άλλα, υπάρχουν και οι άνθρωποι που κούνησαν το μολύβι στο χαρτί: οι λεγόμενοι «Συγγραφείς».

Η πρώτη μου μεγάλη αγάπη; Ο Όμηρος! Ναι! Ναι! Ξέρω! Πάντα υπάρχει κάποιος που θα κορδωθεί και θα μου πει ότι ήταν ραψωδός, αλλά για εμένα που έχω το βιβλίο του στο προσκέφαλό μου είναι συγγραφέας. Δεν γίνεται να μην αγαπάς το ομηρικό έπος. Αν δεν αγαπάς τον Όμηρο δεν μπορούμε να είμαστε φίλοι.
Ο Όμηρος λοιπόν είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας επειδή πήρε τον Έλληνα και τον ανέβασε στον Όλυμπο ή μήπως κατέβασε τον Όλυμπο στον Έλληνα; Σίγουρα πάντως τους ένωσε για πάντα και από την ένωση αυτή μεταγγίστηκε ιχώρ στις φλέβες τους. Μου αρέσει που οι ήρωες στην Ιλιάδα είναι πάντα πρόθυμοι να σκοτωθούν για την δόξα. Μου αρέσει που στην Οδύσσεια το μετανιώνουν. Λατρεύω το τέλος της Ιλιάδας, θα περίμενε κανείς ότι θα τελείωνε με τον εμπρησμό της Τροίας και τις γυναίκες να ικετεύουν για την ζωή τους. Αλλά όχι. Η Ιλιάδα τελειώνει με τους Τρώες να γευματίζουν εις μνήμην του Έκτορα και είναι η τελευταία φορά που τους βλέπουμε όλους μαζί ζωντανούς. Για την Οδύσσεια τι να πω; Τα παιδία στην Α’ γυμνασίου πάντα με ρωτάνε αν ο Οδυσσέας ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Μου αρέσει να τους λέω ότι ο Οδυσσέας είναι ο καθένας από εμάς.

Οι πιο αγαπημένες μου σκηνές είναι πάντα  εκείνες όπου οι ήρωες  είναι ανθρώπινοι. Ας πούμε στη ραψωδία Ζ όταν ο Έκτορας πάει να βρει την γυναίκα του στο σπίτι τους. Η Ανδρομάχη την ίδια στιγμή παίρνει το μωρό τους αγκαλιά και πηγαίνει να βρει τον άντρα  της στο πεδίο της μάχης. Συναντιούνται λοιπόν στη μέση της διαδρομής, στον μεταίχμιο χώρο, εκεί που ο άντρας και η γυναίκα γίνονται ένα. Το μωρό βλέπει τον πατέρα του με την περικεφαλαία και τρομάζει. Ο Βασιλιάς Έκτορας, ο αρχηγός των Τρώων, βγάζει την περικεφαλαία για να αγκαλιάσει το παιδί του. Και πραγματικά αυτό που τον αφοπλίζει είναι η αγάπη. Την επόμενη φορά που τον αφόπλισαν ήταν πια νεκρός. Εγώ όμως ξέρω ότι  ο μοναδικός στον οποίο έβγαλε την περικεφαλαία του εν ζωή ήταν ο γιός του ο Αστυάνακτας και αυτό για εμένα είναι ο θρίαμβος της ζωής.

Μια άλλη σκηνή που με συγκινεί πάντα είναι η συζήτηση του Οδυσσέα με την μητέρα του Αντίκλεια  στον Κάτω κόσμο στην ραψωδία λ. Μου αρέσει που διαβεβαιώνει τον γιό της ότι η Πηνελόπη παρέμεινε πιστή και τίμια. Η μία γυναίκα της ζωής του από τον κάτω κόσμο παραδίδει τα σκήπτρα στην επόμενη γυναίκα της ζωής του στον πάνω κόσμο. Όταν ο Οδυσσέας την ρωτάει από τι πέθανε, εκείνη χωρίς να τον κατηγορήσει για τίποτα του απαντά ο καημός μου για σένα…

Η τελευταία αγαπημένη μου σκηνή ήταν και η πιο μισητή μου. Είναι στην Ραψωδία Σ όπου ο Όμηρος περιγράφει την παράσταση της ασπίδας του Αχιλλέα. Πάρα πολύ με παίδευσε αυτή η ασπίδα. Την μισούσα σαν φοιτήτρια και όταν δίναμε Ομηρικό έπος και μας μοίραζαν τα θέματα,  εγώ κοιτούσα με τεράστια μάτια και έλεγα: ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΑΣΠΙΔΑ! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΣΠΙΔΑ! Και εννοείται φυσικά ότι  έπεσε η ασπίδα!
Εκεί που πάει να μπει ο Αχιλλέας στο πεδίο της μάχης και να γίνει ο κακός χαμός, ο Όμηρος αρχίζει και περιγράφει σε κάτι πανδύσκολα αρχαία τις παραστάσεις που είχε πάνω η ασπίδα. Όπου έχουμε: Τον ουρανό με τα άστρα, τον ήλιο, το φεγγάρι, τη θάλασσα, δυο πόλεις η μια σε ειρήνη η άλλη σε πόλεμο, ένα όργωμα, ένα θέρισμα, ένας τρύγος, ένα κοπάδι βόδια που του επιτίθενται λιοντάρια, ένας βοσκότοπος με κοπάδι πρόβατα, έναν γάμο, έναν χορό ανθρώπων όπου στη μέση υπάρχει και ο ίδιος ο Όμηρος ως αοιδός (μη χάσει) και στο τέλος κλείνουμε με τον Ωκεανό. Θυμάμαι να είμαι στο σπουδαστήριο και να κοιτάζω τον βιβλιοθηκάριο με απόγνωση, θλίψη και θυμό ταυτόχρονα  και εκείνος να μου ανταποδίδει το βλέμμα απορημένος.
Μέσα στην απελπισία μου λοιπόν διάβασα ένα σχόλιο του Schadewaldt που έλεγε ότι ο Αχιλλέας ξέρει ότι θα πεθάνει προκειμένου να εκδικηθεί για τον νεκρό φίλο του. Ο ποιητής του δίνει μια ασπίδα με όλες αυτές τις ομορφιές της ζωής που αποφάσισε  να θυσιάσει για να κερδίσει την υστεροφημία του. Αν σκεφτούμε μάλιστα το ενδεχόμενο ο Όμηρος να ήταν τυφλός, τότε μας μιλάει για τις ομορφιές της ζωής που στερούταν και ο ίδιος… Έτσι είναι οι μεγάλοι δάσκαλοι σαν τον W. Schadewaldt, τον Ι.Θ. Κακριδή, τον Δ.Ν. Μαρωνίτη ξέρουν ότι υπάρχουν πάντα αναγνώστες που είναι σαν εμένα, που χάνουν τον δρόμο τους, που δεν βλέπουν και τότε ανάβουν τον πυρσό και σου λένε « Εδώ είμαστε μαζί με τον όμηρο».
Και φυσικά οι φιλόλογοι σαν άνθρωποι θα φαγωθούμε και μεταξύ μας! Είναι ολόκληρο το έπος του Ομήρου; Όχι δεν είναι δικό του! Είναι δικό του, αλλά είναι και αλλονών. Συνέθεσε μόνο το ένα; Οοοοχι και τα δυο! Γεννήθηκε στη Χίο; Όχι στη Σμύρνη! Μήπως στην Κύμη; Παίζει και στο Άργος!  Στην πραγματικότητα δεν νομίζω ο ‘Όμηρος να νοιαζόταν και πολύ. Ο Όμηρος ήθελε να αρέσει στους ανθρώπους και όχι στους φιλόλογους- που και αυτοί άνθρωποι είναι απλά λίγο μπερδεμένοι…