Γραφει η Κελλυ Σουμπεκη.
Ο παππούς μου ο Θοδωρής ήταν ψαράς σ ’ένα προσφυγικό χωριό 26 χλμ. έξω από τη Θεσσαλονίκη, την Αγία Τριάδα ή πιο συγκεκριμένα την Αγιατριάδα (μια λέξη). Η γιαγιά μου η Καλλιόπη δεν δούλευε, ήταν τόσο ασθενική φύση που οριακά επιβίωσε. Κάθε της ανάσα ήταν και ένας πόνος στο στήθος. Η γιαγιά μου βέβαια ήταν η καλύτερη υφάντρα που πέρασε ποτέ από την Γη. Ήταν η ράφτρα στην οποία υποκλίνονταν όλες οι άλλες ράφτρες. Όλη της την αρρώστια και τα προβλήματα θαρρείς και τα ξόρκιζε με το τσιγκελάκι της.
Εγώ προσωπικά ποτέ μου δεν θεώρησα την φτώχεια παράσημο, αλλά δεν θα ντραπώ και για αυτήν. Τον φτωχό τον άνθρωπο τον καταλαβαίνεις πάντα από τις μικρές του κινήσεις. Είναι ο τρόπος που σβήνει με την τελευταία μπουκιά του ψωμιού τα ίχνη του από το πιάτο. Είναι ο τρόπος που ανοίγει το πορτοφόλι του όταν θέλει να πληρώσει κάτι. Είναι η αξιοπρέπεια.
Ένα απαραίτητο αξεσουάρ του φτωχού ανθρώπου είναι το τρανζίστορ ή αλλιώς τρανζίστουρι. Ο παππούς μου κάθε βράδυ που ξέμπλεκε τα δίχτυα, έτρωγε ντομάτα, τυρί και καρπούζι και άκουγε ρεμπέτικα στο τρανζίστορ. Το ίδιο και όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι και η γιαγιά μου τον σιδέρωνε. Να εξηγήσω εδώ ότι ο παππούς μου επειδή ψάρευε είχε αποκτήσει ρευματικά. Η γιαγιά μου για να τον ανακουφίσει τον έβαζε να ξαπλώσει μπρούμητα, του άπλωνε μια πετσέτα και του σιδέρωνε την «ουρίτσα». Εμένα αυτό μου φαινόταν τελείως φυσιολογικό, αλλά και να μην ήταν εγώ ήθελα να τονίσω ότι άκουγε ρεμπέτικα όλη μέρα.
Δεν ξέρω ποιος σταθμός ήταν αυτός που έπαιζε ασταμάτητα από το πρωί ως τα βράδυ ρεμπέτικα, αλλά ξέρω στα σίγουρα ότι υπήρχε. Ρεμπέτικα αλλά και Καζαντζίδη, για τον οποίο Καζαντζίδη μόνο να πω -τιμής ένεκεν- ότι αν γινόταν διαγωνισμός Καζαντζιδικής ανθολογίας, το χωριό μου σίγουρα θα έπαιρνε υποτροφία.
Ο Παππούς μου φυσικά είχε ξεχωρίσει και δυο τραγούδια που θεωρούσε κατάλληλα για να τα διδάξει σε ένα νήπιο. Το πρώτο ήταν το «ένα πιτσιρίκι είναι ξαπλωμένο μες στα χορταράκια παραπονεμένο» και το δεύτερο ήταν η Μαριορίτσα «Την Δευτέρα βάζει πλύση, και την Τρίτη τα στραγγίζει». Ουσιαστικά ο παππούς μου μου μάθαινε για ένα ανήλικο που κάπνιζε και έκανε τράκα «τσι πολιτσμάνοι» και ένα κοριτσάκι που ήταν παραδουλεύτρα. Τους λάτρεψα και τους δυο. Η πιο αγαπημένη μου όμως ώρα ήταν όταν καθόμασταν οι δυο μας και ακούγαμε από το τρανζιστοράκι παρέα:
« Μου ‘φαγες όλα τα δαχτυλίδια και κοιμάμαι τώρα, τώρα στα σανίδια»
- Παππού γιατί κοιμάται στα σανίδια δεν έχουν έπιπλα;
- Τον έφαγε τσι παράδες η μπαμπέσα γιαβρί μου και τον απαράτησε!
«Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα»
- Τι είναι η παξιμαδοκλέφτρα παππού;
- Μια που δεν είχε να φάει και μετά την αγάπησε ο πλούσιος και τώρα θέλει βόλτες με την κούρσα γιαβρί μου!
«Γυφτοπούλα στο χαμάμ και γώ πληρώνω μπίρ ταμάμ»
- Τι είπε ότι πληρώνει παππού;
- Μπιρ ταμάμ γιαβρί μου!
- …
Ξέρω ότι κανένας παιδικός σταθμός με νόμιμη άδεια λειτουργίας δεν θα έβαζε μικρά παιδιά να ακούνε ρεμπέτικα, αλλά εμένα στην παιδική μου ψυχή δημιουργήθηκαν κόσμοι φανταστικοί και υπέροχοι. Φανταζόμουν την μπαμπέσα με τα δαχτυλίδια να κάνει παρέα με την παξιμαδοκλέφτρα με τα σκουλαρίκια και την γυφτοπούλα με την χρυσή ποδιά. Ήρωες που τους άρεσε να καπνίζουν, να πίνουν και να καταστρέφονται από αγάπη.
Λάτρεψα το ρεμπέτικο τραγούδι. Δεν το έχω μελετήσει, αλλά το έχει σπουδάσει η καρδιά μου. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να ξεχνά την καταγωγή του. Όχι τον τόπο καταγωγής του, αλλά τους ανθρώπους του, τα βιώματα του. Οι παππούδες μας έζησαν την προσφυγιά, την πείνα, την κατοχή και τον πόλεμο. Δύσκολες καταστάσεις, σκληρή ζωή. Κάθε φορά που ακούω ένα ρεμπέτικο τραγούδι θυμάμαι, θυμάμαι ποια είμαι. Αναρωτιέμαι καμιά φορά ποιο τραγούδι θα μου αφιέρωνε ο παππούς μου από την άλλη ζωή.
- Ε ψιτ Καλλιοπάκι « Και όσοι με πίκραναν πολύ τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλους τους συγχωράω»
Γειά σου ρε Παππού με το τρανζιστοράκι σου!
Ο παππούς μου ο Θοδωρής ήταν ψαράς σ ’ένα προσφυγικό χωριό 26 χλμ. έξω από τη Θεσσαλονίκη, την Αγία Τριάδα ή πιο συγκεκριμένα την Αγιατριάδα (μια λέξη). Η γιαγιά μου η Καλλιόπη δεν δούλευε, ήταν τόσο ασθενική φύση που οριακά επιβίωσε. Κάθε της ανάσα ήταν και ένας πόνος στο στήθος. Η γιαγιά μου βέβαια ήταν η καλύτερη υφάντρα που πέρασε ποτέ από την Γη. Ήταν η ράφτρα στην οποία υποκλίνονταν όλες οι άλλες ράφτρες. Όλη της την αρρώστια και τα προβλήματα θαρρείς και τα ξόρκιζε με το τσιγκελάκι της.
Εγώ προσωπικά ποτέ μου δεν θεώρησα την φτώχεια παράσημο, αλλά δεν θα ντραπώ και για αυτήν. Τον φτωχό τον άνθρωπο τον καταλαβαίνεις πάντα από τις μικρές του κινήσεις. Είναι ο τρόπος που σβήνει με την τελευταία μπουκιά του ψωμιού τα ίχνη του από το πιάτο. Είναι ο τρόπος που ανοίγει το πορτοφόλι του όταν θέλει να πληρώσει κάτι. Είναι η αξιοπρέπεια.
Ένα απαραίτητο αξεσουάρ του φτωχού ανθρώπου είναι το τρανζίστορ ή αλλιώς τρανζίστουρι. Ο παππούς μου κάθε βράδυ που ξέμπλεκε τα δίχτυα, έτρωγε ντομάτα, τυρί και καρπούζι και άκουγε ρεμπέτικα στο τρανζίστορ. Το ίδιο και όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι και η γιαγιά μου τον σιδέρωνε. Να εξηγήσω εδώ ότι ο παππούς μου επειδή ψάρευε είχε αποκτήσει ρευματικά. Η γιαγιά μου για να τον ανακουφίσει τον έβαζε να ξαπλώσει μπρούμητα, του άπλωνε μια πετσέτα και του σιδέρωνε την «ουρίτσα». Εμένα αυτό μου φαινόταν τελείως φυσιολογικό, αλλά και να μην ήταν εγώ ήθελα να τονίσω ότι άκουγε ρεμπέτικα όλη μέρα.
Δεν ξέρω ποιος σταθμός ήταν αυτός που έπαιζε ασταμάτητα από το πρωί ως τα βράδυ ρεμπέτικα, αλλά ξέρω στα σίγουρα ότι υπήρχε. Ρεμπέτικα αλλά και Καζαντζίδη, για τον οποίο Καζαντζίδη μόνο να πω -τιμής ένεκεν- ότι αν γινόταν διαγωνισμός Καζαντζιδικής ανθολογίας, το χωριό μου σίγουρα θα έπαιρνε υποτροφία.
Ο Παππούς μου φυσικά είχε ξεχωρίσει και δυο τραγούδια που θεωρούσε κατάλληλα για να τα διδάξει σε ένα νήπιο. Το πρώτο ήταν το «ένα πιτσιρίκι είναι ξαπλωμένο μες στα χορταράκια παραπονεμένο» και το δεύτερο ήταν η Μαριορίτσα «Την Δευτέρα βάζει πλύση, και την Τρίτη τα στραγγίζει». Ουσιαστικά ο παππούς μου μου μάθαινε για ένα ανήλικο που κάπνιζε και έκανε τράκα «τσι πολιτσμάνοι» και ένα κοριτσάκι που ήταν παραδουλεύτρα. Τους λάτρεψα και τους δυο. Η πιο αγαπημένη μου όμως ώρα ήταν όταν καθόμασταν οι δυο μας και ακούγαμε από το τρανζιστοράκι παρέα:
« Μου ‘φαγες όλα τα δαχτυλίδια και κοιμάμαι τώρα, τώρα στα σανίδια»
- Παππού γιατί κοιμάται στα σανίδια δεν έχουν έπιπλα;
- Τον έφαγε τσι παράδες η μπαμπέσα γιαβρί μου και τον απαράτησε!
«Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα»
- Τι είναι η παξιμαδοκλέφτρα παππού;
- Μια που δεν είχε να φάει και μετά την αγάπησε ο πλούσιος και τώρα θέλει βόλτες με την κούρσα γιαβρί μου!
«Γυφτοπούλα στο χαμάμ και γώ πληρώνω μπίρ ταμάμ»
- Τι είπε ότι πληρώνει παππού;
- Μπιρ ταμάμ γιαβρί μου!
- …
Ξέρω ότι κανένας παιδικός σταθμός με νόμιμη άδεια λειτουργίας δεν θα έβαζε μικρά παιδιά να ακούνε ρεμπέτικα, αλλά εμένα στην παιδική μου ψυχή δημιουργήθηκαν κόσμοι φανταστικοί και υπέροχοι. Φανταζόμουν την μπαμπέσα με τα δαχτυλίδια να κάνει παρέα με την παξιμαδοκλέφτρα με τα σκουλαρίκια και την γυφτοπούλα με την χρυσή ποδιά. Ήρωες που τους άρεσε να καπνίζουν, να πίνουν και να καταστρέφονται από αγάπη.
Λάτρεψα το ρεμπέτικο τραγούδι. Δεν το έχω μελετήσει, αλλά το έχει σπουδάσει η καρδιά μου. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να ξεχνά την καταγωγή του. Όχι τον τόπο καταγωγής του, αλλά τους ανθρώπους του, τα βιώματα του. Οι παππούδες μας έζησαν την προσφυγιά, την πείνα, την κατοχή και τον πόλεμο. Δύσκολες καταστάσεις, σκληρή ζωή. Κάθε φορά που ακούω ένα ρεμπέτικο τραγούδι θυμάμαι, θυμάμαι ποια είμαι. Αναρωτιέμαι καμιά φορά ποιο τραγούδι θα μου αφιέρωνε ο παππούς μου από την άλλη ζωή.
- Ε ψιτ Καλλιοπάκι « Και όσοι με πίκραναν πολύ τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλους τους συγχωράω»
Γειά σου ρε Παππού με το τρανζιστοράκι σου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου